συνοικοδομώ

συνοικοδομώ
-έω, Α [οἰκοδομῶ]
1. οιδοδομώ συγχρόνως
2. τειχίζω, αποκλείω με τείχος
3. παθ. συνοικοδομοῡμαι, -έομαι
α) οικοδομούμαι εντελώς
β) οικοδομούμαι μαζί με κάτι άλλο («συνωκοδομοῡντο οἱ κίονες τοῡς τοίχοις», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”